- φαλαρον
- φάλαρονφάλᾰρον(φᾰ) τό металлические украшения
(βασιλείου τιάρας Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(βασιλείου τιάρας Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φάλαρον — boss neut nom/voc/acc sg φάλᾱρον , φάλαρος having a patch of white masc acc sg φάλᾱρον , φάλαρος having a patch of white neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάλαρον — τὸ, Α βλ. φάλαρα … Dictionary of Greek
φαλαρόν — φαλαρός having a patch of white masc acc sg φαλαρός having a patch of white neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φάλαρον — Φάλαρος having a patch of white masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλάρου — φάλαρον boss neut gen sg φαλά̱ρου , φάλαρος having a patch of white masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλάρῳ — φάλαρον boss neut dat sg φαλά̱ρῳ , φάλαρος having a patch of white masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάλαρα — Πόλη της αρχαίας θεσσαλικής Φθιώτιδας. Αν και πολλοί την τοποθετούν στη θέση της σημερινής Στυλίδας, οι περισσότεροι διαφωνούν, χωρίς ωστόσο να καθορίζουν την, κατά την αντίληψή τους, τοποθεσία της. * * * τα, ΝΜΑ, και σπάν. ενικ. τ. φάλαρον, τὸ,… … Dictionary of Greek
κεφαλαραία — κεφαλαραία, ἡ (Α) (σχόλ.) «φάλαρον»*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κεφαλαρέα*] … Dictionary of Greek
ՎԱՂԱՐ — ( ) NBH 2 0773 Chronological Sequence: 12c գ. ՎԱՂԱՐ որ եւ ԲԷՂԱՐ. Բառ յն. կամ լտ. Արկանելի. գլխարկ. ծածկոյթ. ... (լծ. եւ Վեղար.) կամ որպէս յն. ֆա՛լարռն. φάλαρον diadema. թագ, պսակ, խոյր արքունի. *Դիւրքն, որ են պահապան ոսկի վաղարին. Մխ. դտ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
φαλάροις — φάλαρα neut dat pl φάλαρον boss neut dat pl φαλά̱ροις , φάλαρος having a patch of white masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλάροισιν — φάλαρα neut dat pl (epic ionic aeolic) φάλαρον boss neut dat pl (epic ionic aeolic) φαλά̱ροισιν , φάλαρος having a patch of white masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)